σφηνόψιδα

σφηνόψιδα
και εσφ. τ. σφενόψιδα, τα, Ν
βοτ. κλάση πρωτόγονων φυτών που ανήκει στη διαίρεση τραχεόφυτα και παραδοσιακά ταξινομείται στα πτεριδόφυτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σφενόψιδα — τα, Ν βοτ. βλ. σφηνόψιδα …   Dictionary of Greek

  • σφηνόφυλλο — και εσφ. τ. σφενόφυλλο, το, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος πτεριδοφύτων που αποτελεί τυπικό αντιπρόσωπο τής τάξης σφηνοφυλλώδη, η οποία ανήκει στην κλάση σφηνόψιδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”